ENG
Όλοι οι συνθέτες
Πίσω στην αναζήτηση

Gunaropulos Yrjo

#191, Φινλανδία (1904–1968)
Αντιγραφή URL σελίδας

Ο Γιώργος Γουναρόπουλος ήταν ένας ελληνικής καταγωγής φινλανδός μουσικός της τζαζ, συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη στις 14 Φεβρουαρίου 1904 και άρχισε τις μουσικές του σπουδές στην ηλικία των εννέα ετών με έμφαση στη σύνθεση και στο πιάνο. Λίγο πριν την Ρωσική επανάσταση του 1917 μετακόμισε στην Φινλανδία συνεχίζοντας τις σπουδές του στην Sortavala υπό την επίβλεψη του οργανίστα Onni Pakarinen. O καθηγητής Oskar Merikanto πρότεινε πως αν ο Γουναρόπουλος είχε ως σκοπό να εκπαιδευτεί ως μουσικός θα έπρεπε να μετακομίσει στο Ελσίνκι. Το 1923 σπούδασε στο Ωδείο του Ελσίνκι σύνθεση υπό την επίβλεψη των Oskar Merikanto, Otto Kotilainen, Erkki Melartin και Leevi Madetojan.

Μετά τις ωδειακές σπουδές του, ο Γουναρόπουλος ίδρυσε – μαζί με τα αδέλφια του Victor και Anatoli – μια πενταμελή ορχήστρα γνωστή ως Melody Βoys (ή αλλιώς, η “Oρχήστρα του Yrjö”) που έπαιζε μουσική σε σταθερή βάση σε μερικά από τα διασημότερα εστιατόρια του Ελσίνκι όπως το Femnia and Grand (1929-33) και το Börs. Kατά τη διάρκεια του καλοκαιριού εμφανίζονταν στο εστιατόριο Kaivohuone. Το 1929 δισκογράφησαν τη Φινλανδική ραψωδία όπως επίσης και πρωτοποριακές τζαζ συνθέσεις φινλανδικών παραδοσιακών τραγουδιών (βλ. Isoo-Antti, Raatikkoon, Minä seison korkealla vuorella, Emma, Ruusu laaksossa). Η συγκεκριμένη ορχήστρα, στην οποία ο Γουναρόπουλος έπαιζε σαξόφωνο, εμφανίστηκε το 1931 υπό την διεύθυνση του Tapio Ilomäen στην ταινία Laveata tietä του Valentin Vaalan. Aυτή ήταν η χρυσή εποχή της ορχήστρας καθώς τη δεκαετία του 1930 υπήρξε άνθηση του φινλανδικού κινηματογράφου. Οι ηχογραφήσεις της ορχήστρας του 1929 (Suomalainen rapsodia, Minä seison korkealla vuorella-foxtrot, Raatikkoon-blues) θεωρούνται οι πρώτες στην Φινλανδία.

Έγραψε επίσης δημοφιλείς μουσικές επιτυχίες υπογράφοντας ως Yrjö Jora, Yrjö Tarvas και Yrjö Verho. Το 1933 χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Yrjö Kajo συνέθεσε τη μουσική για την ταινία του Valentin Vaalan Sininen varjo (μπλε σκιά). Κατόπιν το 1941, μαζί με τον Toivo Lampénin συνέθεσαν τη μουσική για την ταινία του Hannu Lemisen Täysosuma, υπογράφoντας πλέον ο Γουναρόπουλος με το αληθινό του ονοματεπώνυμο. Πέρα από τις λοιπές δραστηριότητες του, αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Γουναρόπουλος συμμετείχε παίζοντας σαξόφωνο στην φινλανδική “zamba-jazz ορχήστρα” (Zamba-jazzorkesterissa).

Ακολουθώντας τις επιταγές της εποχής, ο Γουναρόπουλος έγινε πολυ – οργανοπαίκτης παίζοντας εξίσου καλά πιάνο, βιολί, κλαρινέτο και σαξόφωνο. Εκτός από τη συμμετοχή του στους Melody Boys, ο Γουναρόπουλος έπαιζε σε ζωντανές ραδιοφωνικές εκπομπές ως σαξοφωνίστας. Μια από τις σημαντικότερες στιγμές του ως εκτελεστή ίσως ήταν η ερμηνεία του κονσέρτου για σαξόφωνο του J. Beach Cragun στις 7 Ιουλίου 1931.

To 1937 o Γουναρόπουλος διορίστηκε μουσικός διευθυντής του Vaasa Swedish Theatre, θέση στην οποία παρέμεινε για έντεκα χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών συνέθεσε τα πιο διάσημα έργα του, μεταξύ των οποίων δύο κονσέρτα για σαξόφωνο (1935 και 1946), ένα κονσέρτο για πιάνο και τσέλο και τέλος μία Canzona για βιολί και ορχήστρα. Το πρώτο φινλανδικό κονσέρτο (του 1935) για σαξόφωνο πρωτοπαρουσίασε ο διασημότερος φινλανδός βιρτουόζος Matti Rajula, ως σολίστας με την ορχήστρα της φινλανδικής ραδιοφωνίας το 1938. Η μουσική του κονσέρτου βρήκε θετική απήχηση τόσο στο κοινό όσο και στους κριτικούς και το κονσέρτο ξαναπαρουσιάστηκε με τις ορχήστρες της πόλεων Tampere, Turku, Wyborg, Oulu και Vaasa, όπως επίσης και με τις ορχήστρες ραδιοφωνίας του Oslo, Riga και Tallinn. Μολονότι υπήρχαν προγραμματισμένες και άλλες συναυλίες στο Λονδίνο και σε άλλα μέρη του κόσμου, αυτές ματαιώθηκαν λόγω της έναρξης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η επόμενη φορά που παρουσιάστηκε και ηχογραφήθηκε το κονσέρτο ήταν το 1999 από τον Olli-Pekka Tuomisalo σε αναθεωρημένη ενορχήστρωση - επιμέλεια του Jari Eskolan.

Συναυλίες με έργα του Γουναρόπουλου πραγματοποιήθηκαν στο Ελσίνκι (25 Μαρτίου 1947), Porvoo (18 Mαρτίου 1964) και Vaasa. To 1948 μετακόμισε βόρεια στο Rovaniemi, όπου διηύθυνε την τοπική ορχήστρα για τρία χρόνια. Το 1951 επέστρεψε στο Ελσίνκι. Εξαιτίας μια πυρκαγιάς, έχασε τα περισσότερα πρωτότυπα έργα του. Το 1958 μεταφέρθηκε στο Porvoo όπου εργάστηκε ως δάσκαλος μουσικής και οργάνωσε το πρώτο στούντιο μουσικής της πόλης. Πέθανε στις 28 Μαίου 1968 στην Askola (της Φινλανδίας).

(“Yrjö Gunaropulos”, Wikipedia, ημερ. τελ. τροποποίησης 29 Οκτωβρίου 2021, https://fi.wikipedia.org/wiki/Yrj%C3%B6_Gunaropulos).

(“Yrgö Gunaropulos (1904-1968)”, Νaxos, ημερ.πρόσβασης 30 Ιουλίου 2019, https://www.naxos.com/person/Yrjo__Gunaropulos/315488.htm).

(Αρχείο Ελλήνων Μουσουργών Θωμά Ταμβάκου, “Γιώργος Γουναρόπουλος (1904-1968)”, αρχεία σε ψηφιακό δίσκο).

Έργα για σαξόφωνο

Saksofonikonsertto No 1 (1935)
Tango (Gunaropoulos) (1937)
Konsertto no 2 (1946)
TOP