Πίσω στην αναζήτηση
Βισβάρδης Διονύσιος
Αντιγραφή URL σελίδας
Ο συνθέτης Διονύσιος Βισβάρδης γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1910 στην «ωραία και μόνη Ζάκυνθο». Από την παιδική του κιόλας ηλικία, έρχεται σε επαφή με τη μουσική μέσω του πατέρα του, Χρήστου Βισβάρδη, ο οποίος υπήρξε διακεκριμένος εκτελεστής του κουαρτίνο στη Φιλαρμονική της Ζακύνθου.
Το 1922 σε ηλικία δώδεκα περίπου ετών εγγράφεται και ο ίδιος στη Φιλαρμονική της Ζακύνθου και μαθητεύει δίπλα στο σημαντικό μουσικό και συνάμα μαέστρο της Φιλαρμονικής Ιωάννη Πήλικα. Σύντομα ο Βισβάρδης γίνεται το πρώτο κλαρινέτο της Φιλαρμονικής, κατακτώντας ένα πολύ υψηλό τεχνικό επίπεδο. Παράλληλα αποδύεται στα πρώτα συνθετικά του «φτερουγίσματα», όπως ο ίδιος έλεγε αργότερα.
Το 1928, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη όπου και κατατάσσεται – κατόπιν διαγωνισμού στον οποίο και πρωτεύει – στη στρατιωτική μουσική του Τρίτου Σώματος Στρατού ως πρώτος κλαρινετίστας. Παράλληλα, εγγράφεται στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης όπου και παρακολουθεί μαθήματα θεωρητικών (θεωρία με το Γεώργιο Άψη, αρμονία και ανώτερα θεωρητικά με το Γεώργιο Βακαλόπουλο) και πιάνο (με τον Αθανάσιο Κοντό, μαθητή του διάσημου Λώρη Μαργαρίτη).
Την ίδια εποχή, ο Βισβάρδης συμμετέχει στη συμφωνική ορχήστρα του Κρατικού Ωδείου ως πρώτο κλαρινέτο. Η φήμη του αυτή ως σολίστα εξαπλώνεται στους μουσικούς κύκλους της Θεσσαλονίκης, έτσι από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 καλείται να πλαισιώσει διάφορες salon ορχήστρες, οι οποίες έκαναν εμφανίσεις σε μεγάλα κέντρα και ξενοδοχεία της πόλης (Mediterranè κ.ά) άλλοτε ως κλαρινετίστας, άλλοτε ως πιανίστας. Επίσης, συμμετέχει ως μετακαλούμενος μουσικός στις ορχήστρες των θιάσων οπερέτας που επισκέπτονταν την πόλη, αλλά και – υπό το ίδιο πλαίσιο – στην ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Ο Βισβάρδης από το Κ.Ω.Θ. έλαβε τα εξής πτυχία: αρμονίας (1933, τάξη Γεωργίου Βακαλοπούλου), ενοργάνωσης (1936, τάξη Γεωργίου Βακαλοπούλου), αντίστιξης (1939, τάξη Γεωργίου Βακαλοπούλου) και πιάνου (1939, τάξη Αθανασίου Κοντού).
Μια σημαδιακή χρονολογία για το συνθετικό έργο του Διονυσίου Βισβάρδη είναι το 1935, όπου και συνθέτει το εμβατήριο Περνάει ο Στρατός της Ελλάδος. Το συγκεκριμένο εμβατήριο σύντομα έγινε πανελληνίως γνωστό, αποσπώντας κατ’ αρχάς την έγκριση του Γενικού Επιτελείου και στη συνέχεια τον έπαινο του ιδίου του Αλέξανδρου Παπάγου.
Στις 31 Ιανουαρίου του 1943 ο Διονύσιος Βισβάρδης νυμφεύεται τη Στυλιανή Αργυρίου με την οποία και αποκτά την Ουρανία, το μοναχοπαίδι του, τον Ιανουάριο του 1944.
Την περίοδο του εμφυλίου, αποσπάται στην Ενδέκατη Μεραρχία την οποία και ακολουθεί σε όλες τις μετακινήσεις της τόσο στη βορειοδυτική Μακεδονία όσο και στην Ήπειρο. Μέσω αυτών των ταξιδιών του δίδεται η ευκαιρία να έρθει σε επαφή με την παραδοσιακή μουσική των περιοχών αυτών, η οποία και τον γοητεύει εξαιρετικά. Το χειμώνα του 1947-48 – στα πλαίσια των προαναφερθεισών μετακινήσεων της Μεραρχίας – εγκαθίσταται μαζί με την οικογένειά του στα Ιωάννινα, όπου και αναπτύσσει δημιουργικό και οργανωτικό έργο ως προς τη μουσική ζωή της πόλης.
Η οικογένεια Βισβάρδη επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη οριστικά από το καλοκαίρι του 1948. Το φθινόπωρο του 1948 ο Βισβάρδης διορίζεται διευθυντής μουσικού προγράμματος του Ραδιοφωνικού Σταθμού Ενόπλων Δυνάμεων Βορείου Ελλάδος, αποκτώντας έτσι τη δυνατότητα δημιουργίας μιας ραδιοφωνικής συμφωνικής ορχήστρας, ευκαιρία που υλοποίησε.
Η δραστηριότητά του στον προαναφερθέντα θώκο διαρκεί έως και το καλοκαίρι του 1955, όπου και μετατίθεται στην Κοζάνη, στην οποία και διαμένει μαζί με την οικογένειά του μέχρι και το καλοκαίρι του 1956. Την περίοδο 1956-57 – κατόπιν δικής του αιτήσεως – τοποθετείται για ένα χρόνο στη Ζάκυνθο η οποία είχε πληγεί σκληρά από τη σεισμοπυρκαγιά του καλοκαιριού του 1953. Ο Βισβάρδης αναλαμβάνει αναγεννητικό και οργανωτικό ρόλο ως προς τη φιλαρμονική του νησιού και καταφέρνει να της προσδώσει την παλαιά της αίγλη.
Το φθινόπωρο του 1957 εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου και αναλαμβάνει τη θέση του αρχιμουσικού της Φρουράς Αθηνών. Από το 1958 έως και το 1962, διορίζεται διευθυντής του Ραδιοφωνικού Σταθμού Ενόπλων Δυνάμεων Αθηνών τοποθετούμενος στη συγκεκριμένη θέση ύστερα από προσωπική εντολή του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού Αθανασίου Φροντιστή.
Το 1962, ο Διονύσιος Βισβάρδης λαμβάνει τη σύνταξή του αποστρατευόμενος με το βαθμό του «ταγματάρχη σε αποστρατεία». Από το 1965 έως και το 1972, διατελεί αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής του Δήμου Καλαμάτας, αναπτύσσοντας πολύπλευρη καλλιτεχνική αλλά και ευρύτερα οργανωτική δραστηριότητα, λαμβάνοντας το 1971 τον τιμητικό τίτλο του Επίτιμου Αρχιμουσικού της Φιλαρμονικής.
Η κόρη του συνθέτη Ουρανία (Ράνια) Βισβάρδη, ασχολείται με την παραγωγή ραδιοφωνικών εκπομπών μουσικού περιεχομένου ήδη από το 1962 (στην Υπηρεσία Ενημέρωσης Ενόπλων Δυνάμεων-Υ.ΕΝ.ΕΔ). Από το 1975 μονιμοποιείται στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας αναπτύσσοντας πολύπλευρο δημιουργικό έργο τόσο εντός όσο και εκτός ραδιοφώνου.
Το 1969 γεννιέται ο εγγονός του συνθέτη, Φρίξος-Διονύσιος Μόρτζος ο οποίος στη συνέχεια θα ακολουθήσει μουσική σταδιοδρομία ως ένας από τους σημαντικούς πιανίστες της σύγχρονης γενιάς.
Από το 1972 ο Διονύσιος Βισβάρδης εγκαθίσταται πλέον μόνιμα στην Αθήνα όπου και αναπτύσσει παιδαγωγική δραστηριότητα ως μέλος εξεταστικών επιτροπών διαφόρων επιφανών ωδείων της πόλης και των περιχώρων (Ελληνικό, Πειραϊκό, Ολυμπιακό, Εθνικό, Χαϊμαντά, Ύδραυλος κ.ά.). Παράλληλα, τη συγκεκριμένη περίοδο αναθεωρεί παλαιότερές του συνθέσεις αλλά και αναπτύσσει έντονη – συνθετικά – δημιουργική δραστηριότητα. Επίσης, από το 1980 έως και το 1983, διατελεί καλλιτεχνικός διευθυντής του χορευτικού συγκροτήματος «Φιόρο του Λεβάντε» το οποίο υπό τις κατευθύνσεις του έλαβε μέρος σε διεθνές φεστιβάλ στη Γαλλία (1983).
Παράλληλα με την συνθετική του δραστηριότητα, έδωσε ποικίλες διαλέξεις σε Aθήνα, Zάκυνθο, Kαλαμάτα, Kηφισιά με θέματα γύρω από τη μουσική όπως: «H Eλληνική Mουσική από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα», «H ελληνική μουσική και τα δημοτικά μας τραγούδια στο αγώνα του 1821», «H μουσική στη Zάκυνθο», «Πειραματισμοί και αναζητήσεις πάνω στο χορωδιακό τραγούδι». Υπήρξε δε τακτικό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών.
Στα τέλη Μαΐου του 1998, ο Βισβάρδης τιμήθηκε από το δήμο Ζακυνθίων για τη συνολική του προσφορά τόσο στον πολιτισμό της Ζακύνθου όσο και της Ελλάδος γενικότερα.
Ο Διονύσιος Βισβάρδης απεβίωσε τα ξημερώματα της 23ης Μαρτίου του 1999 και κηδεύτηκε την ακριβώς επομένη, με δημόσια δαπάνη κατόπιν πρωτοβουλίας του τότε δημάρχου Αθηναίων Δημητρίου Αβραμοπούλου στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.
Για την προσφορά του στην τέχνη και τον πολιτισμό έλαβε τα εξής βραβεία: Χρυσούς Σταυρός Δεύτερου Τάγματος του Φοίνικος για την προσφορά του στην πατρίδα, αναμνηστικό μετάλλιο (ως συμμετέχων στην εκστρατεία του 1940-41), μετάλλιο της Αμερικανικής ΄Ενωσης «Τάγμα Ιπποτών Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου», «δια τας υπηρεσίας του προς τη Ζάκυνθο», έπαινος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έπαινος του Γενικού Επιτελείου Στρατού, «ευαρέσκεια» του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ευχαριστήριο ψήφισμα του Δήμου Ζακυνθίων (23.09.1957), απόφαση ανακήρυξής του ως επίτιμου αρχιμουσικού της Φιλαρμονικής του Δήμου Καλαμάτας και πολλά άλλα.
Ανάμεσα στα έργα του ξεχωρίζουν: Περνάει ο Στρατός της Ελλάδος (εμβατήριο), Ελληνικό Τρίπτυχο (για πιάνο), Σονάτα σ’ Ελληνικά Θέματα (για πιάνο), Μακεδονική Σουίτα (για ορχήστρα), Καθρεφτίσματα στη Λίμνη (κομμάτι κοντσέρτου για πιάνο και ορχήστρα), Τρία Ελληνικά Σκίτσα (για ορχήστρα), Πρελούδιο και Φούγκα πάνω σ’ ένα Μακεδονικό Τραγούδι (για ορχήστρα).
(Wikipedia, «Διονύσιος Βισβάρδης», ημερ.τελευτ. τροποποίησης 11 Αυγούστου 2021, https://bit.ly/3tKkhhD)