Πίσω στην αναζήτηση
Αστρινίδης Νικόλαoς
Αντιγραφή URL σελίδας
Γεννήθηκε την 6η Μαΐου του 1921 στο Άκκερμαν (Ασπρόπυργος, πόλη στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας) της Βεσσαραβίας στη Ρουμανία, από έλληνα πατέρα (Στυλιανός Αστρινίδης από τον Σκοπό Ανατολικής Θράκης) και ρουμανορωσίδα μητέρα (Μαρία Πέτροβνα, εντόπια). Ήταν το τρίτο αγόρι της οικογένειας και το μόνο που από την εφηβεία του έδειξε μεγάλη κλίση στη μουσική επηρεασμένο από τη μητέρα του η οποία έπαιζε μαντολίνο αλλά και από το σχολικό περιβάλλον με την υποχρεωτική εκμάθηση μουσικού οργάνου και βεβαίως από την εν γένει κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα της μεσοπολεμικής Ρουμανίας. Αρχικά ξεκίνησε ιδιωτικά μαθήματα με την Xenia Diteatef, πιανίστα και λυρική τραγουδίστρια (σε ηλικία δέκα ετών). Το 1931 γράφτηκε στη Μουσική Σχολή της πόλης όπου σπούδασε θεωρητικά και πιάνο, έως το 1938. Οι πρώτες του συνθετικές προσπάθειες χρονολογούνται από την ίδια περίπου περίοδο, με έναυσμα την εκεί παράσταση του Rigoletto του Verdi.
Το 1939 μεταφέρθηκε στο Βουκουρέστι προκειμένου να σπουδάσει Χημεία στο τοπικό Πανεπιστήμιο. Παράλληλα εγγράφηκε στο Ωδείο της πόλης. Ευτύχησε να έχει σημαντικούς δασκάλους όπως ο Miron Şoarec. Μέσω αυτού ήρθε σε επαφή με τον διάσημο πιανίστα και συνθέτη Dinu Lipatti (1917-1950) που μόλις είχε έρθει από το Παρίσι. Μαζί του ξεκίνησε αμέσως ιδιωτικά μαθήματα στη σύνθεση (1940). Αν και του έλεγε ότι οι συνθέσεις του κινούνται στο ύφος του Liszt και του Beethoven, o Lipatti προαισθάνθηκε ότι ο μαθητής είχε ξεχωριστό ταλέντο για να συνεχίσει.
Η έναρξη του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου με την πτώση της Γαλλίας έφερε σύντομα χάος και στην Ρουμανία. Η σοβιετική εισβολή του 1940 στη Βεσσαραβία χώρισε την οικογένεια Αστρινίδη στα δύο. Μετά από κινηματογραφικές περιπέτειες, ο συνθέτης και οι γονείς του κατάφεραν να διαφύγουν στη Χάιφα της Παλαιστίνης. Ο Αστρινίδης κατατάχθηκε ως εθελοντής στην Ελληνική Βασιλική Αεροπορία και υπηρέτησε στην 335η Μοίρα Δίωξης. Τα δύο έτη (1941-1943) που πέρασε στο μέτωπο της Λιβύης υπήρξαν τα πλέον δραματικά για την έκβαση του πολέμου.
Ένας τραυματισμός στο πόδι και η ακόλουθη παρασημοφόρηση (Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων) τον έφεραν στο Κάιρο. Από εκεί ξεκίνησε τη λαμπρή σταδιοδρομία του ως πιανίστας και συνθέτης. Στην τριετία 1943-1945 έδωσε περίπου ογδόντα συναυλίες για τα ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα. Τον Σεπτέμβριο του 1944 έλαβε το Πρώτο Βραβείο Πιανιστικής Ερμηνείας και Σύνθεσης στο φημισμένο ουαλλικό Eisteddfod Festival (λόγω του πολέμου έγινε στο Κάιρο) με την Κυπριακή Ραψωδία. Το 1945 διηύθυνε στην Όπερα του Καΐρου το πρώτο μεγάλο συμφωνικό του έργο, τη σκηνική μουσική για την τραγωδία Οιδίπους Τύραννος.
Μετά την αποστράτευσή του το 1947 – αφού διοργανώθηκε στο Κάιρο η πρώτη επιτυχής συναυλία με δικές του συνθέσεις- πήγε στο Παρίσι, μέλος όντας της Διεθνούς Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής (I.S.C.M.). Εκεί ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Schola Cantorum παίρνοντας διπλώματα δεξιοτεχνίας πιάνου και συνθέσεως με βαθμό άριστα (1948).
Σχεδόν αμέσως άρχισε συνεχείς περιοδείες ως πιανίστας ανά την υφήλιο δίνοντας περισσότερες από 3000 συναυλίες είτε ως σολίστ είτε σε σύμπραξη με άλλους γνωστούς καλλιτέχνες («...μόνο στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία δεν έχω δώσει συναυλίες»). Συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με την υψίφωνο Lily Pons, τον βιολοντσελίστα Bernard Michelin και τους βιολονίστες Christian Ferras, Janine Andrade, Henryk Szeryng και Jacques Thibaud.
Το 1949 ο μουσικός οίκος Ricordi Americana της Αργεντινής εξέδωσε έργα του για πιάνο. Στις 25 Δεκεμβρίου του 1950 αναμεταδόθηκε από το εθνικό δίκτυο της Γαλλικής Ραδιοφωνίας – και στην παρθενική εκπομπή του στα FM – το συμφωνικό ποίημα Ο Πύργος της Μοναξιάς από το Theatre des Champs-Elysees. Το 1951 έγινε μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, Συνθετών και Εκδοτών Μουσικής (S.A.C.E.M.). Το ίδιο έτος έγινε μέλος της ΄Ενωσης Ελλήνων Μουσουργών και επισκέφθηκε την Ελλάδα για πρώτη φορά (οι γονείς του ζούσαν ήδη στη Θεσσαλονίκη), ενώ έργα του παρουσιάσθηκαν στην Αθήνα με τον βιολονίστα Δημήτρη Χωραφά (1914-2004). Ο ίδιος δήλωσε σε συνέντευξή του ότι «…το πρώτο πράγμα που έκανα, κατεβαίνοντας από τ’ αεροπλάνο ήταν να φιλήσω το χώμα της Ελλάδας».
Στη δεκαετία του ΄50 αρκετά έργα του παρουσιάσθηκαν στο Παρίσι, όπως η Φαντασία Κοντσερτάντε για βιολί και πιάνο, αλλά και σε αρκετές άλλες πόλεις στην Ευρώπη, την Αμερική και την Ασία. Στην τριετία 1959-1962 βρέθηκε σχεδόν μόνιμα στη Μαρτινίκα των Γαλλικών Αντιλλών, ύστερα από εντολή της Γαλλικής Κυβερνήσεως. Μαζί με την βιολονίστα Colette Frantz ίδρυσαν και διηύθυναν μουσική σχολή. Επίσης, ο ίδιος ίδρυσε και διηύθυνε την Ορχήστρα Δωματίου των Γαλλικών Αντιλλών.
Ηχογράφησε σε τουλάχιστον 40 ραδιοφωνικούς σταθμούς των περισσότερων μεγάλων πρωτευουσών του κόσμου, έργα δικά του και ξένων μουσουργών. Το 1962 τιμήθηκε με το Μετάλλιο του Τάγματος Γεωργίου Α'. Στη δεκαετία του ΄60 άρχισε να έχει πυκνότερη συμμετοχή στη μουσική ζωή της Θεσσαλονίκης (η πρώτη συναυλία του στη συμπρωτεύουσα έλαβε χώρα τη 10η Φεβρουαρίου του 1959). Το 1965 έγινε μόνιμος κάτοικός της καθώς αποδέχτηκε τη θέση (τη διατήρησε έως το 1986) του διευθυντή της Φιλαρμονικής και της Μικτής Χορωδίας του Δήμου Θεσσαλονίκης. Την περίοδο 1965-80, κάτω από δύσκολες συνθήκες, κατάφερε να παρουσιάσει μεγάλα έργα του Mozart, του Verdi, του Gounod, του Prokofiev κ.ά. καταγοητεύοντας το κοινό της Μακεδονίας και όχι μόνο. Το 1966 παρουσιάσθηκαν στα Α΄ Δημήτρια τα ορατόριά του Άγιος Δημήτριος και Κύριλλος και Μεθόδιος. Στο πλαίσιο της ίδιας διοργάνωσης ερμηνεύθηκαν το ορατόριό του Ψαλμοί (1968) και η Συμφωνία 1821 (1971) συμβάλλοντας κατά πολύ στην ανάπτυξη του καλλιτεχνικού θεσμού.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Μουσικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος και διετέλεσε μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1978-80). Υπήρξε ο πλέον ένθερμος υποστηρικτής της κινήσεως για τη δημιουργία όπερας στη Θεσσαλονίκη. Διηύθυνε μερικές από τις πρώτες παραστάσεις της και αργότερα ίδρυσε και διηύθυνε τις παραστάσεις της Όπερας Δωματίου Βορείου Ελλάδος και της Χορωδίας Όπερας. Το 1979 ανέλαβε και διηύθυνε επίσης τη Μαντολινάτα Θεσσαλονίκης. Από το 1980 διετέλεσε διευθυντής του Μακεδονικού Ωδείου Θεσσαλονίκης (έως το 1994). Το 1997 προβλήθηκε στην Ελληνική Τηλεόραση 3 βιογραφικό ντοκυμαντέρ σε σκηνοθεσία του Γ. Κεραμιδιώτη. Τον Φεβρουάριο του 2003 ιδρύθηκε η μικτή χορωδία «Νίκος Αστρινίδης» με κύριο σκοπό την προώθηση όλου του χορωδιακού έργου του συνθέτη και την αποκατάσταση του ρόλου της κλασικής χορωδιακής μουσικής στην ελληνική κοινότητα ως μέσου επικοινωνίας, δημιουργίας και έκφρασης.
Απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη την 10η Δεκεμβρίου του 2010, μερικούς μήνες πριν τη συμπλήρωση των ενενηκοστών γενεθλίων του και πριν προλάβει να υλοποιήσει το μεγαλεπήβολο σχέδιό του για τη σύνθεση όπερας με θέμα την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Μ. Αλεξάνδρου.
Η μουσική δημιουργία του, αναγνωρισμένη ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ΄40, αποτελείται από εβδομήντα επτά συνθέσεις (πρωτότυπες και μεταγραφές ή διαφορετικές εκδοχές). Περιλαμβάνει ορατόρια, συμφωνικά έργα, μουσική δωματίου, έργα για πιάνο, σκηνική μουσική και τραγούδια. Από νωρίς διαμόρφωσε προσωπική γλώσσα μουσικής γραφής με ελάχιστες διαφοροποιήσεις έως το θάνατό του. Δύο δε επιδράσεις είναι διακριτές – αλλά όχι ουσιαστικές – στη δημιουργία του: α) ο γαλλικός ιμπρεσιονισμός και β) η ελληνική μουσική παράδοση. Το κύριο χαρακτηριστικό είναι αρμονικός πλούτος με την υιοθέτηση ενός έντονου χρωματισμού ως μέσο εκφράσεως της συνθετικής ιδιοσυγκρασίας του και η προσφυγή σε διατονικές αρμονικές λύσεις οι οποίες παραπέμπουν στον όψιμο ρομαντισμό. Δεν ενδιαφέρθηκε για τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα (δωδεκαφθογγισμός, σειραϊσμός, κ.ά.). Του άρεσε η συμμετρία και η σταθερότητα και αυτά προσπάθησε να εκφράσει μέσω της μουσικής δημιουργίας του.
Η ελληνική μουσική παράδοση (δημώδης και βυζαντινό μέλος) είναι μεν παρούσα αλλά όχι κυρίαρχη και περισσότερο χρησιμοποιήθηκε ως υλικό εκ βάθρων αναδημιουργίας (όπως με τα τραγούδια του στα οποία το ύφος είναι μεν δημώδες αλλά δικής του επινοήσεως, κατά τον Jacques Charpentier). Δεν ανήκει σε κάποια μουσική σχολή (ούτε στη λεγόμενη «Εθνική» της χώρας μας) επειδή ουδέποτε συντάχθηκε με κοινές προγραμματικές θέσεις συνθετών της (Καλομοίρης, Βάρβογλης, Ριάδης, κ.ά.) και ούτε υπήρξε φορέας μίας συλλογικής συνείδησης.
Κατά τον Η. Χρυσοχοΐδη, Θεσσαλονικέα συνθέτη και μουσικολόγο της διασποράς και κατ’ εξοχήν μελετητή της δημιουργίας του, η μουσική γλώσσα του Αστρινίδη είναι γενικώς δραματική επειδή προδιαθέτει τον ακροατή για μια ηχητική περιπέτεια με αναγνωρίσιμα υποκείμενα και ευδιάκριτες μεταπτώσεις.
Η δισκογραφική παρουσία του εξαντλείται σε μόλις δώδεκα ηχογραφήματα, εκ των οποίων πέντε προσωπικά [δύο επαφής 33 στροφών από το Μακεδονικό Ωδείο και τρία ακτίνος (CD)]. Το 2010 εκδόθηκε από τη Subways Music το εξαιρετικό ηχογράφημα Νίκος Αστρινίδης – ενενηκοστά γενέθλια με έργα για σόλο πιάνο και έργα μουσικής δωματίου (με κεντρική ερμηνεύτρια του δίσκου την πιανίστρια Ερατώ Αλακιοζίδου), η κυκλοφορία του οποίου συνέπεσε με την «αναχώρησή» του.
(«Νίκος Αστρινίδης (1921-2010) (Του Θωμά Ταμβάκου)», Tar – Διαδικτυακό Μουσικό Περιοδικό, ημερ.πρόσβασης 19 Σεπτεμβρίου 2018, http://www.tar.gr/content/content.php?id=4884)